συνεμφάσεις

συνεμφάσεις
συνέμφασις
joint
fem nom/voc pl (attic epic)
συνέμφασις
joint
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνακούω — Α [ἀκούω] 1. ακούω μαζί ή συγχρόνως με κάποιον 2. εννοώ κάτι για να συμπληρώσω μια φράση («ἐπὶ τὰς συνεμφάσεις οἱ στωικοὶ ἀνατρέχουσιν, λέγοντες τῷ ὅρω δεῑν τῆς φαντασίας συνακούειν τὸ κατὰ πεῡσιν», Σέξτ. Εμπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”